συκις

συκις
    συκίς
    -ίδος (ῐδ) ἥ смоковничный побег
    

μοσχίδια συκίδων Arph. — отводки смоковниц


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συκις" в других словарях:

  • συκίς — σῡκίς , συκίς slip fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίς — ίδος, ἡ, Α 1. παραφυάδα συκιάς 2. (για γυναίκα) αυτή που έχει σαρκώδη εξανθήματα στο σώμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • συκάς — Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.). * * * (I) ο, Ν 1. πωλητής σύκων 2. άλλη κοινή… …   Dictionary of Greek

  • συκιδαφόρος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνίοτε ὁ συκοφάντης ποτὲ δὲ ὁ συκοπρωκτος» 2. (κατά τον Φώτ.) «συκιδαφόρος ἐστίν ὁ ἐπὶ παντὶ δυσαρεστούμενος καὶ ἀνάγωγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συκίς, ίδος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • συκίδα — σῡκίδα , συκίς slip fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδας — σῡκίδας , συκίς slip fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδες — σῡκίδες , συκίς slip fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδι — σῡκίδι , συκίς slip fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκίδων — σῡκίδων , συκίς slip fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»